κουρβουλιάζω

κουρβουλιάζω
κουρβουλιάστηκα, κουρβουλιασμένος
1. ξεραίνομαι σαν κούρβουλο.
2. γίνομαι παράλυτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουρβουλιάζω — [κούρβουλο] 1. κυρτώνομαι και ξεραίνομαι σαν κούρβουλο 2. συνεκδ. γίνομαι παράλυτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”